- πωμάριον
- και πομάριον, τὸ, Ακήπος με οπωροφόρα δέντρα, ιδίως με μηλιές.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pōmarium «περιβόλι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πωμαριτικός — ή, όν, Μ [πωμάριον] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πωμάριον* … Dictionary of Greek
πομάριον — τὸ, Α βλ. πωμάριον … Dictionary of Greek
πωμαρίτης — ὁ, θηλ. πωμαρίτισσα, Α οπωροπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πωμάριον «κήπος, περιβόλι» + κατάλ. ίτης (πρβλ. οπλ ίτης)] … Dictionary of Greek
σαπροπωμάριος — ὁ, Α πιθ. πωλητής διατηρημένων καρπών ή παρασκευαστής γλυκού γινωμένου κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπρός + *πωμάριος (< λατ. pomarius «οπωροπώλης»), πρβλ. και πωμάριον] … Dictionary of Greek